δειελινος

δειελινος
    δειελινός
    3
    Theocr. = δείελος См. δειελος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δειελινος" в других словарях:

  • δειελινός — δειελινός, ή, όν (Α) ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. τού δειλινός] …   Dictionary of Greek

  • δειελινός — at evening masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειελινόν — δειελινός at evening masc acc sg δειελινός at evening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειελινοί — δειελινός at evening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειελινήν — δειελινός at evening fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειελινῷ — δειελινός at evening masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»